Παραδοσιακά στα σχολεία για την αξιολόγηση των μαθητών χρησιμοποιούμε την βαθμολογία.
Με εργαλείο τη δεκαβάθμια κλίμακα για το δημοτικό και εικοσαβάθμια για το γυμνάσιο και το λύκειο, κατατάσσουμε τους μαθητές μας σε μία σειρά και αποφασίζουμε αν είναι ικανοί να προαχθούν στην επόμενη τάξη, ποιοι θα πάρουν βραβείο ή αριστείο ή ποιοι θα περάσουν στο Πανεπιστήμιο. Με αυτού του είδους την αξιολόγηση, την αποκαλούμενη και «τελική αξιολόγηση», το σχολείο λειτουργεί ως μηχανισμός επιλογής.
Άμεση συνέπεια του «τελικού χαρακτήρα» της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, είναι ότι ο ρόλος της βαθμολογίας στο σχολείο έχει γίνει κυρίαρχος. Οι μαθητές δεν επικεντρώνουν την προσοχή τους σε αυτά που θα μάθουν και στις δεξιότητες που θα αποκτήσουν, αλλά στο βαθμό που θα πάρουν.
Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την ουσία της εκπαιδευτικής πράξης στη βαθμολογία, τείνει να γίνει κυρίαρχη κοινωνική συμπεριφορά με αποτέλεσμα να εμποδίζονται οι προσπάθειες παραγωγής ουσιαστικού εκπαιδευτικού έργου. Έχει χαθεί η αυτοτέλεια των εκπαιδευτικών βαθμίδων, αφού ότι η κάθε μία αντιμετωπίζεται ως προθάλαμος της άλλης, με τελικό ζητούμενο να ανταποκριθεί ο μαθητής στις εξετάσεις για την επιλογή στο Πανεπιστήμιο, ακυρώνονται καινοτόμες πρωτοβουλίες διότι «μόνο ο βαθμός μετράει», περιορίζεται σημαντικά το πολιτιστικό έργο του σχολείου (ειδικά στο λύκειο), δεν υπάρχουν μαθήματα επιλογής, κυριαρχεί ο εγκυκλοπαιδισμός στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Παράλληλα, στρεβλώνεται τόσο η σχέση του παιδιού με την οικογένειά του, αφού η εκπαίδευση του παιδιού συνδέεται με ένα σύστημα ποινών και αμοιβών που αποδίδονται από τους γονείς του με βάση «τους βαθμούς που έφερε», ενώ ταυτόχρονα στρεβλώνεται και η σχέση του παιδιού με τους δασκάλους και τους καθηγητές του, οι οποίοι ενώ είναι οι αρμόδιοι να το καθοδηγήσουν, να το υποστηρίξουν και να το βοηθήσουν να αναπτυχθεί πνευματικά και να καλλιεργηθεί, είναι ταυτόχρονα εκείνοι που με το βαθμό που θα βάλουν, θα προκαλέσουν την τιμωρία του ή την ανταμοιβή του.